- λεγεώνων
- λεγεώνlegiofem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Σεβήροι — Όνομα Ρωμαίων αυτοκρατόρων. 1. Λούκιος Σεπτίμιος Σεβήρος (146 211). Διατέλεσε συγκλητικός, ταμίας, ανθύπατος της Αφρικής και αρχηγός των Λεγεώνων της Ιλλυρίας. Μετά το θάνατο του Περτίνακα, ανακηρύχτηκε αυτοκράτορας από το στρατό της Ιλλυρίας,… … Dictionary of Greek
υγιαστήρια — Τα στρατιωτικά νοσοκομεία των Ρωμαίων. Πρωτολειτούργησαν στα στρατόπεδα και χρησίμευσαν για τη νοσηλεία των βαριά τραυματισμένων και άρρωστων στρατιωτών. Κατά τον Υγίνο υπήρχε ένα υ. σε κάθε στρατόπεδο τριών λεγεώνων και περισσότερα από ένα σε… … Dictionary of Greek
εκατονταρχία — Μονάδα πολιτικής υποδιαίρεσης των ρωμαϊκών τάξεων. Οι πολίτες που ανήκαν στην τάξη αυτή είχαν διάφορα δικαιώματα και καθήκοντα, όπως η στρατιωτική θητεία, η ψηφοφορία, η φορολογία κ.ά. Την εποχή του Σέρβιου Τύλιου οι πέντε ρωμαϊκές τάξεις… … Dictionary of Greek
παρθικός — ή, ό / παρθικός, ή, όν, ΝΜΑ [Πάρθοι] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Πάρθους («παρθική γλώσσα» μεσαιωνική ιρανική γλώσσα η οποία προερχόταν από την αρχαία επαρχία τής Παρθίας) μσν. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ Παρθικά (κατά τον Ιω. Λυδ.)… … Dictionary of Greek
Αιγόκερος — (Αστρον.). Αστερισμός του νότιου ημισφαίριου. Το διεθνές όνομά του είναι Capricornus. Βρίσκεται στα νότια των αστερισμών του Δελφίνου και του Ιππάριου. Στην αρχαία Ελλάδα ήταν γνωστός με το όνομα του Πάνα. Η φαντασία μάλιστα των αρχαίων του… … Dictionary of Greek
Βιτέλιος, Αύλος — (Aulus Vitellius,Ρώμη 15 – 69 μ.Χ.).Ρωμαίος αυτοκράτορας (69). Ευνοούμενος διαδοχικά του Καλιγούλα, του Κλαύδιου και του Νέρωνα, κατόρθωσε να φτάσει σε μεγάλα πολιτικά και θρησκευτικά αξιώματα. Το 48 μ.Χ. έγινε ύπατος και τον επόμενο χρόνο… … Dictionary of Greek
Βρούτος, Μάρκος Ιούνιος — (Marcus Junius Brutus, Ρώμη 85 – Φίλιπποι 42 π.Χ.). Ρωμαίος πολιτικός, ένας από τους δολοφόνους του Καίσαρα. Προερχόμενος από αριστοκρατική οικογένεια, έμεινε ορφανός από πατέρα και ανέλαβε την ανατροφή του ο θείος του Κάτων ο Ουτικανός, που τον… … Dictionary of Greek
Διοκλητιανός — (Σάλωνα Δαλματίας 243 – 313 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας (284 305). Καταγόταν από την Ιλλυρία. Ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας από τον στρατό στη Νικομήδεια, όπου αργότερα έχτισε ανάκτορα και μετέφερε την έδρα του, καθώς θεώρησε πιο πρόσφορο για την… … Dictionary of Greek
Καίσαρ, Γάιος Ιούλιος — (Gaius Julius Caesar, Ρώμη 100 – 44 π.Χ.). Ρωμαίος στρατηγός, πολιτικός, συγγραφέας και δικτάτορας της Ρώμης. Καταγόταν από το Ιούλιο γένος. Από τον θείο του, Μάριο, προσηλυτίστηκε στο πολιτικό στρατόπεδο των πληβείων. Η τοποθέτησή του στο πλευρό … Dictionary of Greek
Μάριος, Γάιος — (Gaius Marius, Άρπινο 158 π.Χ. – Ρώμη 86 π.Χ.). Ρωμαίος πολιτικός και στρατηγός. Μολονότι υπήρξε homo novus (άνδρας χωρίς ευγενική καταγωγή), κατάφερε με την υποστήριξη των Μετέλλων να συμμετάσχει στην πολιτική ζωή διατρέχοντας ολόκληρο το cursus … Dictionary of Greek